- παγέν
- πάσσωsprinkleaor part pass neut nom/voc/acc sgπήγνυμιAër.aor part pass neut nom/voc/acc sgπᾱγέν , πήγνυμιAër.aor part pass neut nom/voc/acc sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πάγεν — πάσσω sprinkle aor ind pass 3rd pl (epic) πήγνυμι Aër. aor ind pass 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πήγμα — το / πῆγμα, ΝΑ 1. καθετί που είναι συναρμοσμένο, συναρμολογημένο από πολλά τεμάχια, από πολλά μέρη 2. το πάνω από τους τροχούς μέρος τών τροχοφόρων οχημάτων, η καροσερί 3. ο σκελετός σκάφους αρχ. 1. ο σκελετός τής στέγης οικοδομήματος 2. ο… … Dictionary of Greek